Το κτίριο βρίσκεται στη συνοικία "Τοπ-Χανά" της Παλιάς Πόλης Χανίων, με πρόσοψη σε έναν από τους πιο κεντρικούς δρόμους της, σε οικόπεδο έκτασης 52 τ.μ. Πρόκειται για τριώροφο κτίσμα, χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο ενετικό μέγαρο του 17ου αιώνα, το οποίο στην πρότερη μορφή του ήταν κατοικία. Το κτίσμα, αποτελείται από αξιόλογα αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως: μεγάλο τοξωτό άνοιγμα στο ισόγειο, λίθινο τοξωτό θύρωμα με παραστάδες στον πρώτο όροφο, λιθόκτιστη καμινάδα με φουρούσια και υπώροφη διάβαση με οξυκόρυφο πέρασμα. Το στατικό σύστημα του κτιρίου αποτελείται από φέρουσα τοιχοποιία (λιθοδομή), με απουσία ενδιάμεσων διαζωμάτων και χρήση εύκαμπτων ξύλινων μεσοπατωμάτων.
Η αρχιτεκτονική μελέτη, κλήθηκε να αντιμετωπίσει δύο σημαντικές προκλήσεις. Σε πρώτο στάδιο, στόχος ήταν η αποκατάσταση και η ενίσχυση της στατικότητας του κτιρίου, η οποία εξ αιτίας της γειτνίασής του με τη θάλασσα και της μακροχρόνιας έλλειψης στοιχειώδους συντήρησης, είχε καταστεί εξαιρετικά ανεπαρκής. Η στέγη είχε υποστεί σοβαρή διάβρωση, ενώ σε αρκετά σημεία της φέρουσας τοιχοποιίας εμφανίζονταν έντονες διαμπερείς ρηγματώσεις. Συνέπεια όλων αυτών, ήταν η σταδιακή αποδόμηση του κελύφους. Σε δεύτερο στάδιο, η μελέτη είχε σαν στόχο να προτείνει τη δημιουργία ενός καταλύματος σύγχρονων προδιαγραφών, επαναφέροντας ταυτόχρονα, όλα τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά και μορφολογικά στοιχεία του κτίσματος. Ιδιαίτερη πρόκληση στο σημείο αυτό αποτέλεσε το γεγονός, ότι από τη μελέτη έπρεπε να προκύψουν χώροι που θα εξασφάλιζαν την αναγκαία εργονομία, μέσα σε ένα περίγραμμα κτιρίου παράγωνο και ακανόνιστο.
Πιο συγκεκριμένα, από τη μελέτη προτάθηκε η αναδιάταξη των ορόφων, ως εξής: χωροθέτηση του χώρου υποδοχής και όλων των βοηθητικών χώρων στο ισόγειο του κτίσματος και διαμόρφωση δύο δωματίων επιφάνειας 27 τ.μ., ανά όροφο. Όλα τα δωμάτια, έχουν ανεξάρτητους χώρους καθιστικών, ιδιωτικά μπάνια και εξώστες. Ο χώρος του μπάνιου αποτελεί κύριο άξονα της διαμόρφωσης κάθε δωματίου. Τοποθετείται στο κέντρο τους, έτσι ώστε να διαχωρίζεται το υπνοδωμάτιο από το καθιστικό, ο ιδιωτικός από τον κοινόχρηστο χώρο. Παράλληλα, η μία του πλευρά είναι διαμπερής προς το υπνοδωμάτιο, προκειμένου να παρέχει την αίσθηση ενός ενιαίου μεγαλύτερου χώρου και να επιτρέπεται η είσοδος φυσικού φωτός στο εσωτερικό του.
Ο σχεδιασμός των εσωτερικών χώρων του καταλύματος, παραπέμπει στην πολυτέλεια των ενετικών μεγάρων. Στόχος ήταν η δημιουργία τεσσάρων διαφορετικών δωματίων με κοινό διακοσμητικό ύφος. Υλικά όπως το μάρμαρο και ο χαλκός, επιλέχθηκαν να κυριαρχήσουν, λόγω της πολυτέλειας που προσδίδουν. Με κοινές τις υφές των υλικών αυτών, καθώς και του ξύλου, στο σύνολο της πρότασης, τα δωμάτια διαφοροποιούνται ως προς τις αποχρώσεις και τις επιμέρους κατασκευές. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία αποτελούν, η πέτρινη εστία με τον ενετικό διάκοσμο που ενσωματώνεται σε δωμάτιο του πρώτου ορόφου, καθώς και η πρόσβαση σε ιδιωτικό roof garden του ενός εκ των δύο δωματίων του δευτέρου ορόφου.
Η επίπλωση των δωματίων αποτελείται από ανοικτές ντουλάπες και καναπέδες που δεν είναι ελεύθερης τοποθέτησης, αλλά σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να ακολουθούν γραμμικά την τοιχοποιία, καθώς πρόκειται για ακανόνιστο περίγραμμα δωματίου.
Ο εσωτερικός φωτισμός των χώρων βασίζεται στη χρήση κυρίως απλικών, με στόχο την ομοιόμορφη κατανομή του φωτός σε όλους τους χώρους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μεγάλο μέσο ύψος (3,5 μ.). Απλίκες επιλέχθηκαν να τοποθετηθούν και στις όψεις του κτιρίου, με στόχο την ανάδειξη των ιδιαίτερων αρχιτεκτονικών του χαρακτηριστικών.
Το κτίριο χρωματίζεται σε αποχρώσεις της ώχρας και σύμφωνα με τις υποδείξεις της Εφορείας Αρχαιοτήτων. Τοποθετούνται νέα ξύλινα κουφώματα όμοια των υφιστάμενων, ενώ αντικαθίστανται τα μεταλλικά κιγκλιδώματα και η ξύλινη στέγη. Η τοξωτή στοά στο πλάι της όψης αποκαθίσταται και αποτελεί έναν φιλόξενο σκιασμένο «προθάλαμο», που οδηγεί τον επισκέπτη στον χώρο υποδοχής και τη σκάλα για τα δωμάτια.