Το αρχικό κτίριο ανεγέρθηκε το 1970 ως κτίριο γραφείων του ΝΑΤ, από τον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Βουρέκα. Μία από τις αρχικές κρίσιμες προκλήσεις ήταν η πρόταση ενός φρέσκου, σύγχρονου σχεδίου που σέβεται την ιστορία του κτιρίου και της πόλης. Η ίδια η τοποθεσία, οι απαιτήσεις της υπάρχουσας δομής, σε συνδυασμό με τις κατευθύνσεις του branding, συνθέτουν ένα υψηλό επίπεδο πολυπλοκότητας. Ο στόχος ήταν η πλήρης αποκατάσταση του κτιρίου και η μετατροπή του σε ένα ξενοδοχείο 5 αστέρων, με σύγχρονη αρχιτεκτονική και εκλεπτυσμένο εσωτερικό σχεδιασμό, που να προσφέρει μια πολυτελή και διαφορετική εμπειρία φιλοξενίας. Η ανακατασκευή του κτιρίου ολοκληρώθηκε σε 12 μήνες, και το αποτέλεσμα είναι ένα ξενοδοχείο με 60 σύγχρονα δωμάτια και σουίτες, που διανέμονται σε 7 ορόφους. Η είσοδος είναι στο επίπεδο της οδού Ακαδημίας, με άμεση πρόσβαση στο bar και το lounge. Το εστιατόριο, με ανεξάρτητη είσοδο από την οδό Ομήρου, διατάσσεται σε δύο επίπεδα ισογείου και μεσοπατώματος, δημιουργώντας έναν εντυπωσιακό χώρο διπλού ύψους. Το εστιατόριο και το μπαρ βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με το επίπεδο του δρόμου, φιλοξενώντας τόσο τους επισκέπτες του ξενοδοχείου όσο και τους κατοίκους της πόλης.
Η εισαγωγή του ατμοσφαιρικού spa, του γυμναστηρίου και της νέας εσωτερικής πισίνας στο 1ο υπόγειο, αποδείχτηκε πρόκληση κυρίως λόγω των περιορισμένων χώρων και του ελεύθερου ύψους ορόφου του υπάρχοντος κτιρίου. Στον τελευταίο όροφο, το roof garden φιλοξενεί εστιατόριο και bar εκμεταλλευόμενο τη θέα στην Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό. Οι υπηρεσιακοί χώροι του ξενοδοχείου περιορίζονται στο 2ο υπόγειο, προκειμένου να μεγιστοποιηθούν οι κοινοί χώροι φιλοξενίας. Στο εξωτερικό του κτιρίου, οι προσόψεις αναμορφώθηκαν ως προς τη νέα λειτουργική χρήση και διάταξη του κτιρίου.
Η προσέγγιση σχεδιασμού αποσκοπούσε στην ανακατασκευή των προσόψεων, δημιουργώντας νέες επιφάνειες, σε προεξοχή με επένδυση συνθετικών πλακιδίων προσομοίωσης μαρμάρου, και σε εσοχές με κάθετα στοιχεία από αλουμίνιο. Στο ίδιο υλικό, τα στοιχεία περιμετρικά της κάθε όψης οριοθετούν τις επεμβάσεις και διαχωρίζουν από τα όμορα κτίρια. Η επιφάνεια σε υπόλευκη απόχρωση με τραχιά υφή επιλέγεται ως ομοιογενές υλικό, για να αντιπαρατεθεί και να διαχωρίσει την επιφάνεια του κτιρίου σε υποχώρηση, η οποία υπό-τονίζεται. Η προσθήκη των κατακόρυφων ασύμμετρων στοιχείων αλουμινίου σκούρου γκρι–ανθρακί χρώματος, συνδυαζόμενα με τη σκούρα επιφάνεια της υποχώρησης, παρουσιάζουν ένα φόντο διαφοροποίησης και ανάδειξης του τμήματος της όψης σε προεξοχή. Η σχεδιαστική τυπολογία των κατακόρυφων στοιχείων καθορίζεται με παραμετρικό σχεδιασμό, και η θέση τους αναδύεται με τη βελτιστοποίηση παραμέτρων πυκνότητας και ασυμμετρίας, προκειμένου να ενισχυθεί η συνεχής αλληλεπίδραση φωτός και σκιάς, δημοσιότητας και ιδιωτικότητας, εσωστρέφειας και εξωστρέφειας, θορύβου και ησυχίας, όπως ορίζεται από τη σύγχρονη έννοια του ξενοδοχείου. Αυτά τα στοιχεία λειτουργούν ως ένα δεύτερο ‘δέρμα’ μεταξύ της πόλης και του κτιρίου, σηματοδοτώντας τη μετάβαση σε μια ιδιαίτερη εμπειρία.
Τo σύνολο των επιλογών των υλικών στοχεύει στον εκσυγχρονισμό του κτιρίου και σε αποτέλεσμα ανάλογο ξενοδοχείου 5 αστέρων, σεβόμενο τα όμορα κτίρια και χωρίς να θίγει ή να αλλοιώνει τις αρχικές αναλογίες του κτιρίου.