Το ότι, ηθελημένα ή αθέλητα, ο τουρισμός είναι η (μοναδική) «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας, με τα σημερινά τουλάχιστον δεδομένα, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Όμως, τουριστική ανάπτυξη χωρίς υψηλού επιπέδου υποδομές και αντίστοιχες υπηρεσίες δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Και εδώ, ακριβώς, αρχίζουν τα προβλήματα. Δεν θα σταθώ στην περιπέτεια των υδατοδρομίων, απλώς θυμίζω ότι ήδη από το 2005 γίνονται προσπάθειες για να ξεκαθαρίσει το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους. Ούτε στη χρόνια ανεπάρκεια που ταλανίζει το τουριστικό εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας.
Ας αναρωτηθούμε, όμως, ποια θα είναι αλήθεια η τύχη της περίφημης ελληνικής «τουριστικής βιομηχανίας», αν δεν καταφέρουμε κάποια στιγμή να την επανασυνδέσουμε με τον πολιτισμό; Υπάρχει άραγε ολοκληρωμένη στρατηγική προς την κατεύθυνση αυτή; Γιατί οι περισσότεροι ξένοι αγνοούν την ύπαρξη του Φεστιβάλ Αθηνών; Πόσοι τουρίστες ενδιαφέρονται πραγματικά για τα μνημεία και τα μουσεία μας; Αρκεί κάποιος να μελετήσει τα στοιχεία που δίνει η Ελληνική Στατιστική Αρχή για να αντιληφθεί ότι στην περίπτωσή μας ο τουρισμός και ο πολιτισμός δεν παράγουν συνέργειες.
Εντωμεταξύ, και ενόσω τα ερωτηματικά πληθαίνουν, αποθαρρυντικά δρα στον τομέα του πολιτιστικού τουρισμού η απαξιωμένη εικόνα του αθηναϊκού κέντρου, αλλά και συνολικά των αστικών περιοχών και οικισμών της χώρας. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τα τουριστικά γραφεία επινοούν διάφορα τεχνάσματα προκειμένου να αφαιρέσουν από το «χάρτη» των επισκεπτών σημεία της πρωτεύουσας που δεν μας τιμούν, θέλοντας να προστατεύσουν την εικόνα της.
Όπως διάβασα παλαιότερα σε κείμενο της ομ. καθηγήτριας του Παντείου Πανεπιστημίου κυρίας Ντόρας Κόνσολα, στη σύγχρονη στρατηγική αστικής αναζωογόνησης μέσω του πολιτισμού, και για τον πολιτισμό, πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζουν διεθνώς τα μουσεία, ορισμένα από τα οποία λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής τους έχουν μεταβληθεί σε εμβλήματα των πόλεών τους και σε τουριστικούς μαγνήτες για τις χώρες τους. Όπως για παράδειγμα το εντυπωσιακό Μουσείο Guggenheim στο Bilbao του αρχιτέκτονα Frank Gehry. Η συγκεκριμένη πόλη έχει να παρουσιάσει ένα θριαμβευτικό απολογισμό, καθώς μέσα σε λίγα χρόνια η τουριστική της κίνηση εκτοξεύτηκε, αναδεικνύοντας τη βασκική πρωτεύουσα, παγκόσμια, σε έναν από τους σημαντικότερους πολιτιστικούς προορισμούς.
Η θεωρία της στρατηγικής αστικής αναζωογόνησης προβλέπει, μέσω της εφαρμογής προγραμμάτων «cultural clustering», τη δημιουργία συγκεντρώσεων μουσείων (museum clusters), όπως αποκαλούνται. Την τελευταία εικοσιπενταετία η στρατηγική αστικής αναζωογόνησης μέσω του πολιτισμού (urban regeneration through culture) εφαρμόζεται διεθνώς από μεγάλες και μεσαίου μεγέθους πόλεις, που επιζητούν την τουριστική, αλλά και οικονομική και κοινωνική αναβάθμισή τους.
Ανάμεσα στα μέσα που οι πόλεις χρησιμοποιούν για να πετύχουν τους σκοπούς αυτούς πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζουν τα παντός είδους μουσεία. Η στρατηγική των «συγκεντρώσεων ή δικτύων μουσείων» αφορά, αφενός στις ονομαζόμενες «συνοικίες μουσείων», οι οποίες σχηματίζονται από αριθμό μουσείων σε άμεση γειτνίαση, και αφετέρου στις «διαδρομές μουσείων», όπου η δικτύωση είναι νοητή.
Οι συγκεντρώσεις ή δίκτυα μουσείων δημιουργούνται μετά από παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας στο αστικό περιβάλλον, που στοχεύουν στη δημιουργία ενός πολεοδομικού συνόλου, ο πυρήνας του οποίου συγκροτείται από συνδυασμένα μεταξύ τους «σημεία πολιτισμικής έντασης». Από τη διεθνή εμπειρία της δημιουργίας δικτύων μουσείων προκύπτει η πολυεπίπεδη επίδρασή τους στη γενικότερη αναπτυξιακή διαδικασία που συντελείται σε ένα αστικό κέντρο και στην περιαστική του περιοχή. Τα δίκτυα μουσείων αναμφισβήτητα αποτελούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των πόλεων και συστατικό στοιχείο της εικόνας τους, κατ’ επέκταση και της χώρας που τα φιλοξενεί.
Σε άλλα κράτη, το «ταξίδι» στο φανταστικό κόσμο των μουσείων του «μέλλοντος» καλά κρατεί. Φιλοδοξώντας να αναδειχθούν σε ορόσημα των πόλεων που θα τα φιλοξενήσουν, σε πρεσβευτές των χωρών τους, αλλά και σε διάσημα αξιοθέατα που θα προσελκύουν χιλιάδες τουρίστες κάθε χρόνο, τα σύγχρονα αυτά κτίρια διακρίνονται για την πρωτοτυπία του σχεδιασμού τους. Όπως το «Louvre Abu Dhabi Museum» του Γάλλου αρχιτέκτονα Jean Nouvel στο νησί Saadiyat. Επίσης, το «Barranca Museum of Modern and Contemporary Art», στο Μεξικό, που σχεδίασαν οι Herzog & de Meuron. Ή το «Tianjin Ecocity, Ecology and Planning Museum» του Steven Holl.
Ακόμη, στην ομώνυμη κινεζική πόλη, το «Pingtan Art Museum» των MAD Architects – θυμίζοντας πελώριο σελάχι, όπου μια τεράστια προβλήτα (η ουρά του σελαχιού) το συνδέει με την ξηρά. Ή το «Museum of the Human Body», που σχεδίασαν για το Μονπελιέ οι Δανοί αρχιτέκτονες BIG – σύνθεση που αποτελείται από οκτώ κυρτούς εκθεσιακούς χώρους σε επαλληλία – είτε το «Museo Maya de America» των Harry Gugger Studio και Over-Under, που θα φιλοξενηθεί στη Γουατεμάλα.
Μουσεία, σαν αυτά που αναφέρουμε, αναμένεται να αποτελέσουν πολιτιστικούς προορισμούς, όχι μόνο για τους κατοίκους των χωρών που θα τα φιλοξενήσουν, αλλά και για επισκέπτες από όλα τα μέρη του πλανήτη. Στη δική μας περίπτωση, αν και ο αριθμός των μουσείων που βρίσκονται σε ελληνικές πόλεις δεν είναι μικρός, κανένα ολοκληρωμένο εθνικό στρατηγικό σχέδιο δεν έχει μελετηθεί, που θα επέτρεπε να δημιουργηθούν συνδυασμένα δίκτυα μουσείων στα αστικά μας κέντρα, προκειμένου να συμβάλουν στην πολιτισμική, τουριστική, οικονομική και κοινωνική αναζωογόνησή τους, και κατ’ επέκταση της χώρας συνολικά.
Τα περισσότερα από τα ελληνικά μουσεία εμφανίζουν σημαντικές ελλείψεις και υπολειτουργούν, μόνον ορισμένα πληρούν σε ικανοποιητικό βαθμό τις μουσειακές προδιαγραφές. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Πολιτισμού σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες, έχουν καταγραφεί δεκάδες προβλήματα και ελλείψεις σε όλα σχεδόν τα κρατικά μουσεία της χώρας, όχι μόνο στα μικρά, αλλά και στα μεγάλα που δέχονται εκατομμύρια επισκέπτες. Σε ό,τι δε αφορά την επισκεψιμότητά τους, τα διαθέσιμα στοιχεία καταδεικνύουν ότι παρουσιάζονται διαχρονικά σημαντικές διακυμάνσεις, μάλιστα με φθίνουσα τάση.
«Η Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστεί στον πολιτισμό» είχε πει η Μελίνα Μερκούρη, «αυτός είναι η περιουσία της και αν το χάσουμε αυτό δεν είμαστε κανείς». Θα πρέπει κάποτε να μας απασχολήσει σοβαρά με βάση ποια στρατηγική θα συνδέσουμε τον πολιτισμό με τον τουρισμό, με ποιο τρόπο θα προωθήσουμε τον πολιτισμό μας στις ξένες αγορές προκειμένου να αναβαθμίσουμε (μεταξύ άλλων) και το τουριστικό μας προϊόν. Στην περίπτωσή μας ο πολιτισμός και ο τουρισμός οφείλουν να λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Η Ελλάδα πρέπει και μπορεί να αναδειχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους πολιτιστικούς προορισμούς διεθνώς, απογειώνοντας ταυτόχρονα και τους τουριστικούς της δέκτες.