To in[n]Athens στεγάζεται σε ένα τριώροφο διατηρητέο κτίριο στο κέντρο της Αθήνας και βρίσκεται στην καρδιά ενός οικοδομικού τετραγώνου. Η θέση αυτή του προσδίδει έναν ιδιότυπο χαρακτήρα, καθώς περικλείεται από κτίρια που περιορίζουν τις οπτικές φυγές, δημιουργώντας, όμως, έτσι μια ήρεμη εσωστρέφεια. Η πρόσβαση γίνεται μέσα από το πέρασμα μιας στοάς με καταστήματα, που λειτουργεί ως φυσικό φιλτράρισμα για τον επισκέπτη, οδηγώντας τον από τη βοή της πόλης στην εσωτερικότητα.
Η μελέτη ξεκίνησε στις αρχές του 2015 και το έργο ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Την αρχιτεκτονική μελέτη αδείας και την κατασκευή ανέλαβε ο αρχιτέκτων Νίκος Μανιουδάκης, ένας εκ των τριών ιδιοκτητών του ξενοδοχείου, ενώ το αρχιτεκτονικό γραφείο WORKSHOP-S DIONISIS SOTOVIKIS ανέλαβε την αρχιτεκτονική μελέτη των εσωτερικών χώρων, τη σχεδίαση και κατασκευή των χώρων υγιεινής, του εξοπλισμού τους και όλων των επίπλων.
Στα δωμάτια δεν υπάρχει τυποποίηση. Βασική πρόθεση κατά την επίπλωση των χώρων αποτέλεσε η ανάδειξη της απλότητας του σχεδιασμού των επίπλων μέσω της χρήσης πρωτογενών ακατέργαστων υλικών, αλλά ταυτόχρονα και η ανάδειξη των ίδιων των υλικών ως επίπλων μέσω της σχεδιαστικής λιτότητας. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελούν τα κρεβάτια από άβαφη μαύρη λαμαρίνα, τα κομμάτια μαρμάρου που λειτουργούν ως κομοδίνα, αλλά και το έπιπλο της υποδοχής, στου οποίου τη βάση έχει τοποθετηθεί ένας μαρμάρινος όγκος που λειτουργεί ως αντίβαρο. Στον χώρο του πρωινού τα τραπέζια και ο πάγκος από λαμαρίνα και χαλκό, σε συνδυασμό με τις παλιές ξύλινες καρέκλες καφενείου, δημιουργούν μια οικεία ατμόσφαιρα, ενώ επιλέχθηκε να αποκαλυφθεί το υλικό κατασκευής τής οροφής, δηλαδή το μπετόν.
Οι αντανακλάσεις που προκύπτουν στις γυάλινες φιμέ επιφάνειες των δωματίων, δημιουργούν καινούριες εικόνες και προσδίδουν διαφορετικά νοήματα και ερμηνείες στους χώρους. Κάθε μπάνιο είναι διαφορετικό, καθώς τα μάρμαρα που επενδύουν την πλάτη των νιπτήρων αλλά και οι ίδιοι οι μαρμάρινοι νιπτήρες έχουν επιλεγεί το κάθε ένα ξεχωριστά, και φέρουν πάνω τους τη διαδικασία εξόρυξής τους, τη διάβρωση, το τυχαίο, το αποσπασματικό, τον ίδιο τον χρόνο. Τίποτα δεν είναι τέλειο, και αυτό είναι που μας δένει με τη φυσική και ευαίσθητη πλευρά του εαυτού μας.
Στο κέντρο της αυλής η υπάρχουσα λεμονιά, το μοναδικό δένδρο που ήταν φυτεμένο στο χώμα, γίνεται το κεντρικό σημείο αναφοράς, καθώς μετατρέπεται σε ένα πολυγωνικό τραπέζι. Το κτίριο, αλλά και αρκετά από τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, αποκτούν, θα λέγαμε, μια δεύτερη ευκαιρία. Το ξενοδοχείο αποτελεί “πρόσκληση” για μια διαφορετική εμπειρία μέσα στο κέντρο της Αθήνας.
Τέλος, τα έργα τέχνης, που δημιουργήθηκαν από τον Διονύση Σοτοβίκη και την Μελίνα Πολυχρονοπούλου ειδικά για τον χώρο αλλά και τον χρόνο αυτό, βοηθούν στην ανάγνωσή του και εμπλουτίζουν την εννοιολόγησή του. Εξάλλου ο χρόνος, ο τόπος, το φως αλλά και η ψυχολογία μας καθορίζουν την αντίληψή μας για το περιβάλλον μας. Παρόλο που το ξενοδοχείο είναι ένας τόπος σύντομης διαμονής, ο επισκέπτης γρήγορα εξοικειώνεται και νιώθει να αποκτά μια προσωπική σχέση με τον χώρο.